- ομαλογραφία
- η [ομαλογράφος]προβολή σε γεωγραφικό χάρτη τμημάτων τής γήινης επιφάνειας κατά την οποία οι παράλληλοι κύκλοι εμφανίζονται ως ευθύγραμμοι και οι μεσημβρινοί ως καμπύλες ελλειπτικές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομαλογραφικός — ή, ό [ομαλογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομαλογραφία ή στον ομαλογράφο … Dictionary of Greek